- διαστατός
- -ή, -ό (Α διαστατός, -ή, -όν)αυτός που έχει διαστάσεις (μήκος, πλάτος, ύψος)αρχ.αυτός που μπορεί να διαχωριστεί, να διαιρεθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάστατος — διάστατος, ον (Α) φρ. «πόλιν διάστατον» πόλη τής οποίας οι πολίτες βρίσκονται σε διάσταση, διχόνοια … Dictionary of Greek
διαστατός — torn by faction masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατόν — διαστατός torn by faction masc/fem acc sg διαστατός torn by faction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατοῖς — διαστατός torn by faction masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατοί — διαστατός torn by faction masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατοῦ — διαστατός torn by faction masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατά — διαστατός torn by faction neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατῶ — διαστατός torn by faction masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατῶν — διαστατός torn by faction masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστατῶς — διαστατός torn by faction adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)